αμαξόδρομος

αμαξόδρομος
ο
αμαξιτός δρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα η αμάξι + δρόμος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξοδρομία, αμαξοδρομώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμαξόδρομος — ο αμαξιτός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάξι — το (Α ἁμάξιον) 1. μικρή άμαξα, αμαξάκι ή απλώς άμαξα 2. νεοελλ. αυτοκίνητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμάξιον*, υποκορ. της λ. ἅμαξα. ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμαξόδρομος] …   Dictionary of Greek

  • αμαξοδρομώ — ( έω) [αμαξόδρομος] ταξιδεύω με άμαξα, πηγαίνω κάπου με αμάξι …   Dictionary of Greek

  • αμαξόστρατα — η αμαξιτός δρόμος, αμαξόδρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + στράτα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”